- ηλιοθρεμμένος
- ηλιόθρεφτος, η , ο напоённый солнцем (о плодах, растениях и т. п.);ηλιόθρεφτη ευτυχία лучезарное счастье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιοθρεμμένος — και ηλιόθρεφτος, η, ο ο αναθρεμμένος από τον ήλιο («μοιάζει και μάς η αγάπη μας ηλιοθρεμμένο φως», Ζερβ.) … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek